Angst | Ο φόβος στα μάτια της και το μαχαίρι στο στήθος.
Μια ταινία που απαγορεύτηκε η προβολή της σε όλη την Ευρώπη τη χρονιά της κυκλοφορίας της για υπερβολική βία.
Ελαφρώς βασισμένη στον πραγματικό δολοφόνο Werner Kniesek και τους φόνους του, το Angst του 1983, είναι αρκετά απλή ταινία, χωρίς μεγάλη πλοκή και ανατροπές.
Ακολουθεί έναν ψυχοπαθή που αποφυλακίστηκε πρόσφατα, αλλά η διεστραμμένη επιθυμία του να σκοτώσει τον κατακλύζει.
Η ταινία ξεκινάει με τον πρωταγωνιστεί να περπατάει προς ένα σπίτι και ήδη βλέπουμε την ιδιαίτερη κινηματογραφία και camerawork. Χτυπάει την πόρτα και όταν η ηλικιωμένη ιδιοκτοτήτρια του ανοίγει, αυτός την πυροβολεί εν ψυχρό.
Αμέσως μετά την εισαγωγική σκηνή, υπάρχει μια παρουσίαση σε μορφή ιατρικής/αστυνομικής αναφοράς.
Μαθαίνουμε για τη ζωή του πρωταγωνιστή από την γέννα του μέχρι τη στιγμή της αποφυλάκισης.
Σημαντική λεπτομέρεια για τον πρωταγωνιστή είναι ότι όσα και να μάθαμε για το παρελθόν του, την ψυχοσύνθεσή του και τις σκέψεις του, δε μας δίνεται ποτέ το όνομά του. Το μόνο αναγνωριστικό που έχουμε είναι ότι τον αναφέρουν σαν Κ.
Εγκαταλειμμένος από τη μητέρα του σε νεαρή ηλικία, η γιαγιά του φρόντιζε για αυτόν, την εκπαίδευση του και την πειθαρχία του, αλλά ήταν αρκετά αυστηρή. Κακοποιητική.
Όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, ο πατριός του ανέλαβε την φροντίδα του, αλλά ήταν χειρότερος από τη γιαγιά του.
Στα 14 του, μια εφηβόφιλη γυναίκα μέση ηλικίας τον παραπλάνησε και τον έβαζε να την δένει και να την μαστιγώνει, μεταξύ άλλων. Αυτό ξύπνησε την σαδιστική συμπεριφορά του πρωταγωνιστή.
Μόλις απελευθερώνεται από τη φυλακή, έχοντας κανέναν στον έξω κόσμο να τον περιμένει και πουθενά να πάει, περπατάει προς ένα εστιατόριο. Βλέποντας δύο νεαρές όμορφες κοπέλες, οι δολοφονικές και σαδιστικές τάσεις του ξεκινούν, ιδρώνει. Ο εσωτερικός του μονόλογος μας επιβεβαιώνει ότι αν μπορούσε θα τις είχε ήδη σκοτώσει.
Φεύγοντας παίρνει ένα ταξί. Η κοπέλα που οδηγεί το ταξί του θυμίζει την εφηβόφιλη που τον παραπλάνησε και καθώς μονολογεί εσωτερικά και μας εξιστορεί κάποια πράγματα, ξεκινάει να λύνει τα κορδόνια του για να στραγγαλίσει την κοπέλα. Η οδηγός τον ρωτάει συνεχώς τι κάνει εκεί πίσω, αλλά επειδή ο Κ είναι αφοσιωμένος στον εσωτερικό του μονόλογο και βρίσκεται σε έκσταση δεν της απαντάει. Η οδηγός του φωνάζει και πατάει το φρένο, διακόπτοντας τον από οτιδήποτε έκανε εκείνη την ώρα. Αυτή η απότομη διακοπή τον ξαφνιάζει, βγαίνει από το ταξί και ξεκινάει να τρέχει μέσα στο δάσος, νομίζοντας ότι τον ακολουθούν. Ο δρόμος τον οδηγεί στο σπίτι που θα λάβει μέρος το υπόλοιπο της ταινίας.
Ερευνά το εξωτερικό του σπιτιού και αφού δε βλέπει κάποιον μέσα, το παραβιάζει και εισβάλει. Στο σπίτι μέσα όμως, υπάρχει ένα άτομο με αναπηρία το οποίο περνάει τον Κ για τον πατέρα του. Αυτό ξαφνιάζει τον Κ και αρχίζει να ψάχνει μέσα στο σπίτι για άλλα άτομα, τα οποία ανυπομονεί να σκοτώσει.
Ενώ ο Κ είναι στον πάνω όροφο, η υπόλοιπη οικογένεια επιστρέφει στο σπίτι.
Δύο γυναίκες, η μητέρα, μεγάλης ηλικίας και η κόρη, νέα ενήλικας και έναν μικρό dachshund σκύλο. Ο σκύλος μυρίζει τον Κ και πάει απευθείας σε αυτόν. Αφού ο Κ τον βλέπει και αφού περιμένει για λίγο να δει πως θα αντιδράσει, τρέχει στον κάτω όροφο, πετάει την κόρη στο πάτωμα και κλειδώνει την εξώπορτα και ξεκινάει το μαρτύριο της οικογένειας.
Αφού κάνει ότι είναι να κάνει και αφού τίποτα δε πήγε με τον θεατρικό τρόπο που τα είχε σχεδιάσει, αποφασίζει, χαμένος στον κόσμο του, να πάρει τα πτώματα μαζί του. Η σκέψη και μόνο κάνει όλο του το είναι να οργιάζει. Αφού τα φορτώνει στο πορτ μπαγκαζ του αυτοκινήτου
φεύγει από το σπίτι. Χαμένος, για άλλη μια φορά, στον κόσμο του, τρακάρει αλλά δραπετεύει από τη σκηνή και καταλήγει στο εστιατόριο που ήταν στην αρχή της ταινίας. Μπαίνει μέσα και παραγγέλνει ακριβώς το ίδιο γεύμα με την αρχή της ταινίας. Είναι κουρασμένος, σε έξαψη, ιδρωμένος και στον κόσμο του. Όλοι τριγύρω του τον κοιτούν ύποπτα. Δυστυχώς για αυτόν, τον ακολουθεί η αστυνομία λόγο του τροχαίου και ανακαλύπτουν τα πτώματα.
Ολόκληρη η ταινία με εξαίρεση την αναφορά στην αρχή και ένα ιατρικό συμπέρασμα στο τέλος της, είναι γεμάτη με εσωτερικούς μονολόγους και σκέψης του Κ.
Στο μυαλό του η οικογένεια που θα τρομοκρατήσει, αντιπροσωπεύει τη δική του οικογένεια, την οποία μισούσε μεγαλώνοντας. Η κόρη αντιπροσωπεύει την αδερφή του που τράβηξε όλη την προσοχή από τη μητέρα του, η ηλικιωμένη γυναίκα αντιπροσωπεύει τόσο τη γιαγιά του όσο και τη μητέρα του που τον μισούσε επειδή ήταν άντρας και νόθο παιδί. Ο ανάπηρος γιος αντιπροσωπεύει τον πατριό του και ο τρόπος που σκοτώνει τον γιο, είναι ακριβώς πώς σκεφτόταν ο θάνατος που άξιζε στον πατριό του.
Οι φόνοι παρουσιάζονται με αμείωτη λεπτομέρεια και είναι έξτρα τρομακτικοί γιατί συνοδεύονται πάντα από τον εσωτερικό μονόλογο του Κ.
Τι θέλει και τι ελπίζει να κάνει για κάθε ένα από τα θύματα του, τι εμπειρίες είχε στην ζωή του, το μίσος του για την οικογένεια του, τις σαδιστικές του σκέψεις, τις σεξουαλικές του επιθυμίες.
Το Angst είναι μια στοιχειωδώς ρεαλιστική απεικόνιση του αποδιοργανωμένου κατά συρροή δολοφόνου. Αυτός ο ταραγμένος "άνθρωπος" είναι μια σοβαρή απειλή για κάθε άνθρωπο που διασχίζει το μονοπάτι του. Είναι μια βαθιά δυσάρεστη αλλά απερίγραπτα συναρπαστική κάθοδος στις πιο σκοτεινές γωνιές του ανθρώπινου μυαλού και το γεγονός ότι ολόκληρο το σενάριο βασίζεται σε αληθινά γεγονότα το κάνει ακόμα πιο ανησυχητικό.
Η ταινία πέτυχε λόγο τεσσάρων ανθρώπων.
Tο camerawork και τα πλάνα του Zbigniew Rybczynski είναι φαινομενικά.
Ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο άβολα άπλα από την οπτική γωνία της κάμερας.
Χαοτικές κινήσεις κάμερας, κοντινά πλάνα σε χαρακτήρες σε σημείο που η κάμερα κοντεύει να μπει μέσα τους, περιστροφικά γύρω τους, πάνω από τον ώμο, υψηλές γωνίες, ανατριχιαστικά POV και sequences όπου η κάμερα είναι σαν να είναι κρατημένη στο χέρι.
Γενικά το SnorriCam κυριεύει.
Η δουλεία που έριξε ο Rybczynski είναι υπέροχη και κάνει την ταινία να μοιάζει με mini-documentary.
Το acting του Erwin Leder σαν Κ είναι *chefs kiss*, οι υπόλοιποι ηθοποιοί παρολαυτα δεν συμβαδίζουν με την εκπληκτική δουλεία του Leder.
Σε πολλές σκηνές στέκονται αμήχανοι και ανέκφραστοι και δε κάνουν τίποτα.
Κάποιος εισβάλει στο σπίτι σου και άπλα τον παρακολουθείς να τρέχει τριγύρω, να δένει εσένα και την οικογένεια σου και η αντίδραση σου είναι να τον κοιτάς;
Δεν βγήκε ούτε κραυγή, βασικά ούτε κιχ δε βγήκε. Και οι ελάχιστες προσπάθειες για αυτοάμυνα ή διαφυγή ήταν απογοητευτικές από θέμα acting. Δεν άνοιξε ούτε μύτη.
Οκ, ίσως να ήταν σοκαριστικό αλλά δεν έχουν fight or flight αίσθηση;
Γενικά το acting τον υπόλοιπον ηθοποιών δεν ευνοήθηκε από το πέρασμα του χρόνου.
Το soundtrack της ταινίας, Γερμανικό 80's ambient electronic, γραμμένο από τον θρυλικό Klaus Schulze, κατάφερε μόνο με 5 tracks να καλύψει ολόκληρη την ταινία άλλα και να μην σε αποσπάσει καθόλου από το τι γινόταν on-screen.
Ο σκηνοθέτης, Gerald Kargl, θυσίασε μια σπουδαία καριέρα για να ολοκληρώσει αυτή την ταινία. Μετά την κυκλοφορία του «Angst», δεν υπήρχε ούτε μια εταιρεία που να τολμούσε να το διανείμει γιατί φοβόταν τη λογοκρισία, με αποτέλεσμα μια ατελείωτη σειρά οικονομικών προβλημάτων για τον σκηνοθέτη. Το όραμα και το θάρρος του Kargl ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του, αλλά του κόστισε την καριέρα του. Τουλάχιστον πλέον μπορεί να πει ότι ενέπνευσε μια ολόκληρη επόμενη γενιά δημιουργών ταινιών τρόμου.
Αν και σε μερικά σημεία κάνει λίγο κοιλιά, ειδικά προς το τέλος που έχει εκπληρώσει το σχέδιο του και δεν υπάρχει πραγματικός διάλογος, είτε με άλλους χαρακτήρες είτε εσωτερικός, τα πλάνα με τον Κ να τρέχει γύρω από το σπίτι να πάρει το αυτοκίνητο θα μπορούσε για παράδειγμα να λείπει και δε θα επηρεάζει καθόλου τη ροή ή το ύφος της ταινίας.
Ο ωμός ρεαλισμός μαζί με την αποπροσανατολιστική δουλειά της κάμερας, το διαπεραστικό soundtrack και το προαναφερθέν voice over διασφαλίζουν ότι αυτή δεν είναι μια «εύκολη» ταινία, σίγουρα όμως είναι ενδιαφέρον.
Κατά τη γνώμη μου σίγουρα επηρέασε ταινίες όπως The House that jack built ή Henry: Portrait of a serial killer αλλά είναι πιο ανατριχιαστική, καταθλιπτική και απελπιστική.
Comments
Post a Comment